συνάρχοντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνάρχοντας < αρχαία ελληνική συνάρχων,[1] [2] μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος συνάρχω < σύν + ἄρχω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνάρχοντας αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνάρχοντας
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συνάρχοντας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ συνάρχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.