↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμφορητικός η συμφορητική το συμφορητικό
      γενική του συμφορητικού της συμφορητικής του συμφορητικού
    αιτιατική τον συμφορητικό τη συμφορητική το συμφορητικό
     κλητική συμφορητικέ συμφορητική συμφορητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμφορητικοί οι συμφορητικές τα συμφορητικά
      γενική των συμφορητικών των συμφορητικών των συμφορητικών
    αιτιατική τους συμφορητικούς τις συμφορητικές τα συμφορητικά
     κλητική συμφορητικοί συμφορητικές συμφορητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμφορητικός < μεσαιωνική ελληνική συμφορητικός[1] < αρχαία ελληνική συμφορητός < συμφέρω < σύν + φέρω
μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική congestif[2] [3]

  Επίθετο

επεξεργασία

συμφορητικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συμφορητικός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. συμφορητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. συμφορητικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)