congestif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | congestif | congestifs |
θηλυκό | congestive | congestives |
Επίθετο
επεξεργασίαcongestif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | congestif | congestifs |
θηλυκό | congestive | congestives |
congestif (fr)