Δείτε επίσης: συμπαρομαρτοῦντα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα συμπαρομαρτούντα
      γενική των συμπαρομαρτούντων
    αιτιατική τα συμπαρομαρτούντα
     κλητική συμπαρομαρτούντα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπαρομαρτούντα < αρχαία ελληνική συμπαρομαρτοῦντα, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος συμπαρομαρτέω / συμπαρομαρτῶ < σύν + παρά + ὁμαρτέω / ὁμαρτῶ < ὁμοῦ + ἀραρίσκω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική concomitant)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συμπαρομαρτούντα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (λόγιο) ό,τι ακολουθεί μετά από μια ενέργεια, πράξη ή λόγο, ό,τι τα συνοδεύει
    Στα παλιά συγκαταλέγονται όλοι οι πρωταγωνιστές/-ίστριες και οι υπηρέτες/-τριες ενός συστήματος που υποσχόταν περισσότερα απ' ό,τι μπορούσε να προσφέρει. Στα παρόντα, η παρακμή, πολιτική και κοινωνική, μ' όλα τα συμπαρομαρτούντα: ανεργία, ελαττωματική ηθική, ψυχικός κλονισμός, παραβατική συμπεριφορά, απόδοση δικαιοσύνης. Αλλά τι τα θέλετε; Τη νύφη την πληρώνουν συνήθως οι αδύνατοι... (*)

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία