concomitant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | concomitant | concomitants |
θηλυκό | concomitante | concomitantes |
Επίθετο
επεξεργασίαconcomitant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | concomitant | concomitants |
θηλυκό | concomitante | concomitantes |
concomitant (fr)