συμπαρομαρτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπαρομαρτώ < αρχαία ελληνική συμπαρομαρτέω/ συμπαρομαρτῶ < σύν + παρά + ὁμαρτέω/ὁμαρτῶ < ὁμοῦ + ἀραρίσκω
Ρήμα
επεξεργασίασυμπαρομαρτώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμπαρομαρτώ | συμπαρομαρτούσα | θα συμπαρομαρτώ | να συμπαρομαρτώ | συμπαρομαρτώντας | |
β' ενικ. | συμπαρομαρτείς | συμπαρομαρτούσες | θα συμπαρομαρτείς | να συμπαρομαρτείς | (συμπαρομάρτει) | |
γ' ενικ. | συμπαρομαρτεί | συμπαρομαρτούσε | θα συμπαρομαρτεί | να συμπαρομαρτεί | ||
α' πληθ. | συμπαρομαρτούμε | συμπαρομαρτούσαμε | θα συμπαρομαρτούμε | να συμπαρομαρτούμε | ||
β' πληθ. | συμπαρομαρτείτε | συμπαρομαρτούσατε | θα συμπαρομαρτείτε | να συμπαρομαρτείτε | συμπαρομαρτείτε | |
γ' πληθ. | συμπαρομαρτούν(ε) | συμπαρομαρτούσαν(ε) | θα συμπαρομαρτούν(ε) | να συμπαρομαρτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συμπαρομάρτησα | θα συμπαρομαρτήσω | να συμπαρομαρτήσω | συμπαρομαρτήσει | ||
β' ενικ. | συμπαρομάρτησες | θα συμπαρομαρτήσεις | να συμπαρομαρτήσεις | συμπαρομάρτησε | ||
γ' ενικ. | συμπαρομάρτησε | θα συμπαρομαρτήσει | να συμπαρομαρτήσει | |||
α' πληθ. | συμπαρομαρτήσαμε | θα συμπαρομαρτήσουμε | να συμπαρομαρτήσουμε | |||
β' πληθ. | συμπαρομαρτήσατε | θα συμπαρομαρτήσετε | να συμπαρομαρτήσετε | συμπαρομαρτήστε | ||
γ' πληθ. | συμπαρομάρτησαν συμπαρομαρτήσαν(ε) |
θα συμπαρομαρτήσουν(ε) | να συμπαρομαρτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συμπαρομαρτήσει | είχα συμπαρομαρτήσει | θα έχω συμπαρομαρτήσει | να έχω συμπαρομαρτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συμπαρομαρτήσει | είχες συμπαρομαρτήσει | θα έχεις συμπαρομαρτήσει | να έχεις συμπαρομαρτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συμπαρομαρτήσει | είχε συμπαρομαρτήσει | θα έχει συμπαρομαρτήσει | να έχει συμπαρομαρτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συμπαρομαρτήσει | είχαμε συμπαρομαρτήσει | θα έχουμε συμπαρομαρτήσει | να έχουμε συμπαρομαρτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συμπαρομαρτήσει | είχατε συμπαρομαρτήσει | θα έχετε συμπαρομαρτήσει | να έχετε συμπαρομαρτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συμπαρομαρτήσει | είχαν συμπαρομαρτήσει | θα έχουν συμπαρομαρτήσει | να έχουν συμπαρομαρτήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπαρομαρτώ
|