Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπαρομαρτώ < αρχαία ελληνική συμπαρομαρτέω/ συμπαρομαρτῶ < σύν + παρά + ὁμαρτέω/ὁμαρτῶ < ὁμοῦ + ἀραρίσκω

  Ρήμα επεξεργασία

συμπαρομαρτώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία