συμβουλάτορας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμβουλάτορας < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική συμβουλάτωρ, από την αιτιατική, τον συμβουλάτορα < αρχαία ελληνική συμβουλή < σύν (συμ-) + βουλή, μορφολογικά αναλύεται συμβουλ(ή) + -άτορας
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /siɱ.vuˈla.to.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐βου‐λά‐το‐ρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
συμβουλάτορας αρσενικό
- κάποιος που καθοδηγεί και συμβουλεύει
- άλλες μορφές: σύμβουλος
- (ειρωνικό) κάποιος που με λάθος τρόπο καθοδηγεί και συμβουλεύει, οδηγώντας σε λανθασμένες ενέργειες ή αποτελέσματα