Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγγραμμικός η συγγραμμική το συγγραμμικό
      γενική του συγγραμμικού της συγγραμμικής του συγγραμμικού
    αιτιατική τον συγγραμμικό τη συγγραμμική το συγγραμμικό
     κλητική συγγραμμικέ συγγραμμική συγγραμμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγγραμμικοί οι συγγραμμικές τα συγγραμμικά
      γενική των συγγραμμικών των συγγραμμικών των συγγραμμικών
    αιτιατική τους συγγραμμικούς τις συγγραμμικές τα συγγραμμικά
     κλητική συγγραμμικοί συγγραμμικές συγγραμμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγγραμμικός < Αναλύεται σε (συν) συγ- + γραμμικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siŋˈɣɾa.miˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συγ‐γραμ‐μι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

συγγραμμικός

Συγγενικά επεξεργασία

και

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία