στρόντιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- στρόντιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική strontium < Strontian (ένα χωριό στη Σκοτία, όπου και ανακαλύφθηκε)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρόντιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις αλκαλικές γαίες, με ατομικό αριθμό 38 και χημικό σύμβολο το Sr
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στρόντιο | τα | στρόντια |
γενική | του | στροντίου & στρόντιου |
των | στροντίων |
αιτιατική | το | στρόντιο | τα | στρόντια |
κλητική | στρόντιο | στρόντια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- στρόντιο στη Βικιπαίδεια