Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στροντιούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στροντιούχ
ος
η
στροντιούχ
α
το
στροντιούχ
ο
γενική
του
στροντιούχ
ου
της
στροντιούχ
ας
του
στροντιούχ
ου
αιτιατική
τον
στροντιούχ
ο
τη
στροντιούχ
α
το
στροντιούχ
ο
κλητική
στροντιούχ
ε
στροντιούχ
α
στροντιούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στροντιούχ
οι
οι
στροντιούχ
ες
τα
στροντιούχ
α
γενική
των
στροντιούχ
ων
των
στροντιούχ
ων
των
στροντιούχ
ων
αιτιατική
τους
στροντιούχ
ους
τις
στροντιούχ
ες
τα
στροντιούχ
α
κλητική
στροντιούχ
οι
στροντιούχ
ες
στροντιούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
στροντιούχος
<
στρόντιο
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
στροντιούχος, -α, -ο
(
χημεία
): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο
στροντίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στροντιούχος