ύττριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
|
Ετυμολογία επεξεργασία
- ύττριο < (λόγιο δάνειο) αγγλική yttrium < από το Ytterby, μια πόλη στη Σουηδία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ύττριο ουδέτερο
- (χημεία) χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 39 και χημικό σύμβολο το Y
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ύττριο | τα | ύττρια |
γενική | του | υττρίου & ύττριου |
των | υττρίων |
αιτιατική | το | ύττριο | τα | ύττρια |
κλητική | ύττριο | ύττρια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ύττριο στη Βικιπαίδεια