Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρατιωτικός νόμος οι στρατιωτικοί νόμοι
      γενική του στρατιωτικού νόμου των στρατιωτικών νόμων
    αιτιατική τον στρατιωτικό νόμο τους στρατιωτικούς νόμους
     κλητική στρατιωτικέ νόμε στρατιωτικοί νόμοι
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρατιωτικός νόμος < → δείτε τις λέξεις στρατιωτικός και νόμος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stɾa.ti.o.tiˈkos ˈno.mos/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

στρατιωτικός νόμος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία