Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στεφανιογραφία οι στεφανιογραφίες
      γενική της στεφανιογραφίας των στεφανιογραφιών
    αιτιατική τη στεφανιογραφία τις στεφανιογραφίες
     κλητική στεφανιογραφία στεφανιογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στεφανιογραφία < στεφάνιον + -ο- + -γραφία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στεφανιογραφία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία