στεφανιογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στεφανιογραφία θηλυκό
- (ιατρική) εξέταση, με την εισαγωγή ειδικού καθετήρα από τη μηριαία ή την κερκιδική αρτηρία, με την οποία ελέγχονται τα στεφανιαία αγγεία της καρδιάς
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στεφανιογραφία