στεφανιογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στεφανιογραφία < στεφάνιον + -ο- + -γραφία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική coronarographie[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστεφανιογραφία θηλυκό
- (ιατρική) εξέταση, με την εισαγωγή ειδικού καθετήρα από τη μηριαία ή την κερκιδική αρτηρία, με την οποία ελέγχονται τα στεφανιαία αγγεία της καρδιάς
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στεφανιογραφία
- ↑ στεφανιογραφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)