κερκιδικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακερκιδικός, -ή, -ό
- (ανατομία) που έχει σχέση με την κερκίδα ή αναφέρεται σ’ αυτή
- ※ Η απόφραξη της κερκιδικής αρτηρίας είναι η πιο κοινή επιπλοκή της στεφανιαίας αγγειογραφίας που πραγματοποιείται μέσω διακερκιδικής πρόσβασης. (*)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κερκίδα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κερκιδικός
|