↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κερκιδικός η κερκιδική το κερκιδικό
      γενική του κερκιδικού της κερκιδικής του κερκιδικού
    αιτιατική τον κερκιδικό την κερκιδική το κερκιδικό
     κλητική κερκιδικέ κερκιδική κερκιδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κερκιδικοί οι κερκιδικές τα κερκιδικά
      γενική των κερκιδικών των κερκιδικών των κερκιδικών
    αιτιατική τους κερκιδικούς τις κερκιδικές τα κερκιδικά
     κλητική κερκιδικοί κερκιδικές κερκιδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κερκιδικός < κερκίδα + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

κερκιδικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία