↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακερκιδικός η διακερκιδική το διακερκιδικό
      γενική του διακερκιδικού της διακερκιδικής του διακερκιδικού
    αιτιατική τον διακερκιδικό τη διακερκιδική το διακερκιδικό
     κλητική διακερκιδικέ διακερκιδική διακερκιδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακερκιδικοί οι διακερκιδικές τα διακερκιδικά
      γενική των διακερκιδικών των διακερκιδικών των διακερκιδικών
    αιτιατική τους διακερκιδικούς τις διακερκιδικές τα διακερκιδικά
     κλητική διακερκιδικοί διακερκιδικές διακερκιδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διακερκιδικός < δια- + κερκιδικός

  Επίθετο

επεξεργασία

διακερκιδικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία