↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταθμευμένος η σταθμευμένη το σταθμευμένο
      γενική του σταθμευμένου της σταθμευμένης του σταθμευμένου
    αιτιατική τον σταθμευμένο τη σταθμευμένη το σταθμευμένο
     κλητική σταθμευμένε σταθμευμένη σταθμευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταθμευμένοι οι σταθμευμένες τα σταθμευμένα
      γενική των σταθμευμένων των σταθμευμένων των σταθμευμένων
    αιτιατική τους σταθμευμένους τις σταθμευμένες τα σταθμευμένα
     κλητική σταθμευμένοι σταθμευμένες σταθμευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταθμευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σταθμεύω

σταθμευμένος, σταθμευμένη, σταθμευμένο

  1. που έχει σταθμεύσει, παρκάρει
    το σταθμευμένο ΙΧ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία