σταθμευμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σταθμευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σταθμεύω
Μετοχή
επεξεργασίασταθμευμένος, σταθμευμένη, σταθμευμένο
- που έχει σταθμεύσει, παρκάρει
- το σταθμευμένο ΙΧ
σταθμευμένος, σταθμευμένη, σταθμευμένο