Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σταθμευμένη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σταθμευμέ
ος
η
σταθμευμέ
η
το
σταθμευμέ
ο
γενική
του
σταθμευμέ
ου
της
σταθμευμέ
ης
του
σταθμευμέ
ου
αιτιατική
τον
σταθμευμέ
ο
τη
σταθμευμέ
η
το
σταθμευμέ
ο
κλητική
σταθμευμέ
ε
σταθμευμέ
η
σταθμευμέ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σταθμευμέ
οι
οι
σταθμευμέ
ες
τα
σταθμευμέ
α
γενική
των
σταθμευμέ
ων
των
σταθμευμέ
ων
των
σταθμευμέ
ων
αιτιατική
τους
σταθμευμέ
ους
τις
σταθμευμέ
ες
τα
σταθμευμέ
α
κλητική
σταθμευμέ
οι
σταθμευμέ
ες
σταθμευμέ
α
Κατηγορία
όπως «
ξένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σταθμευμένη
θηλυκό της μετοχής
σταθμευμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
σταθμεύω
Μετοχή
επεξεργασία
σταθμευμένη
που έχει
σταθμεύσει
,
παρκάρει
η
σταθμευμένη
νταλίκα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σταθμευμένη
αγγλικά
:
parked
(en)