Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταθμευμέος η σταθμευμέη το σταθμευμέο
      γενική του σταθμευμέου της σταθμευμέης του σταθμευμέου
    αιτιατική τον σταθμευμέο τη σταθμευμέη το σταθμευμέο
     κλητική σταθμευμέε σταθμευμέη σταθμευμέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταθμευμέοι οι σταθμευμέες τα σταθμευμέα
      γενική των σταθμευμέων των σταθμευμέων των σταθμευμέων
    αιτιατική τους σταθμευμέους τις σταθμευμέες τα σταθμευμέα
     κλητική σταθμευμέοι σταθμευμέες σταθμευμέα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταθμευμένη θηλυκό της μετοχής σταθμευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σταθμεύω

  Μετοχή επεξεργασία

σταθμευμένη

  1. που έχει σταθμεύσει, παρκάρει
    η σταθμευμένη νταλίκα

  Μεταφράσεις επεξεργασία