σπινθηρογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπινθηρογραφία < σπινθήρ(ας) + -ο- + -γραφία. (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική scintigraphie)[1] ή (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική scintigraphy)[2]
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπινθηρογραφία θηλυκό
- (ιατρική) διαγνωστική μέθοδος για την απεικόνιση κάποιου οργάνου του ανθρώπινου σώματος με τη χορήγηση μιας ραδιενεργού ουσίας
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπινθηρογραφία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ s.v. σπινθηρο- - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ σπινθηρογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας