↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπινθηρογραφικός η σπινθηρογραφική το σπινθηρογραφικό
      γενική του σπινθηρογραφικού της σπινθηρογραφικής του σπινθηρογραφικού
    αιτιατική τον σπινθηρογραφικό τη σπινθηρογραφική το σπινθηρογραφικό
     κλητική σπινθηρογραφικέ σπινθηρογραφική σπινθηρογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπινθηρογραφικοί οι σπινθηρογραφικές τα σπινθηρογραφικά
      γενική των σπινθηρογραφικών των σπινθηρογραφικών των σπινθηρογραφικών
    αιτιατική τους σπινθηρογραφικούς τις σπινθηρογραφικές τα σπινθηρογραφικά
     κλητική σπινθηρογραφικοί σπινθηρογραφικές σπινθηρογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπινθηρογραφικός < σπινθηρογραφία + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική scintigraphic[1])

  Επίθετο

επεξεργασία

σπινθηρογραφικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σπινθηρογραφικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)