σπινθηρογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπινθηρογραφικός < σπινθηρογραφία + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική scintigraphic[1])
Επίθετο
επεξεργασίασπινθηρογραφικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με σπινθηρογραφία ή σπινθηρογράφημα ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπινθηρογραφικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σπινθηρογραφικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)