Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπινθηρογράφημα τα σπινθηρογραφήματα
      γενική του σπινθηρογραφήματος των σπινθηρογραφημάτων
    αιτιατική το σπινθηρογράφημα τα σπινθηρογραφήματα
     κλητική σπινθηρογράφημα σπινθηρογραφήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπινθηρογράφημα (νεολογισμός) < σπινθήρ(ας) + -ο- + γράφημα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική scintigram)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπινθηρογράφημα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία