σουμπρέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σουμπρέτα < ιταλική subretta < γαλλική soubrette < οξιτανικά soubreta, θηλυκό του soubret < soubra < λατινική superare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος supero < superus < super
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασουμπρέτα θηλυκό
- (θέατρο) τυποποιημένος θεατρικός κωμικός ρόλος της υπηρέτριας
- (μεταφορικά) εύθυμη, καμωματού
- ※ Το δημοσίευμα ταξινομεί τους ηθοποιούς του θιάσου ως εξής: κωμικός του θιάσου ο Γ . Χάννας, ενζενί η Άννα-Μαρία Πία, ζεν πρεμιέ ο Καυκαρίδης και σουμπρέτα η Γιωργούλα Σνελ (Άντρη Χ. Κωνσταντινου, Το θέατρο στην Κύπρο, 1960-1974: οι θίασοι, η κρατική πολιτική και τα πρώτα χρόνια του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, εκδ. Καστανιώτη, 2007, σελ. 75)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- σουμπρέτα στη Βικιπαίδεια