ενζενί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενζενί άκλιτο
- (θέατρο) περιγραφή ηθοποιού που παίζει ρόλους νέας, όμορφης (και ενίοτε απλοϊκής και αφελούς) γυναίκας
- ※ Θαυμασμός στα μάτια της εκκολαπτόμενης ενζενί από τον δυναμισμό του επιχειρηματία (Δημήτρης Πιατάς, Σινέ Λαύκος, 2018 [1])
- ※ Το δημοσίευμα ταξινομεί τους ηθοποιούς του θιάσου ως εξής: κωμικός του θιάσου ο Γ . Χάννας, ενζενί η Άννα-Μαρία Πία, ζεν πρεμιέ ο Καυκαρίδης και σουμπρέτα η Γιωργούλα Σνελ (Άντρη Χ. Κωνσταντινου, Το θέατρο στην Κύπρο, 1960-1974: οι θίασοι, η κρατική πολιτική και τα πρώτα χρόνια του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, εκδ. Καστανιώτη, 2007, σελ. 75)
- ※ Το πρόσωπό της είχε φουσκώσει, είχε παχύνει ... Φυσικά , δεν ήταν δυνατόν να κάνει πια την ενζενί. Έπαιζε λοιπόν καρατερίστες, κάτι δεύτερους ρόλους (Αλέξης Σταμάτης, Μπαρ Φλωμπέρ, εκδ. Κέδρος, 2000)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενζενί
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ενζενί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας