Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σολιψισμός οι σολιψισμοί
      γενική του σολιψισμού των σολιψισμών
    αιτιατική τον σολιψισμό τους σολιψισμούς
     κλητική σολιψισμέ σολιψισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σολιψισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική solipsisme < λατινική solus (μόνος) + ipse (ο ίδιος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σολιψισμός αρσενικό

  1. (φιλοσοφία) φιλοσοφική / επιστημολογική θεωρία σύμφωνα με την οποία το μόνο που μπορούμε να γνωρίζουμε (με βεβαιότητα) είναι η προσωπική μας αντίληψη / συνείδηση. Ο εξωτερικός κόσμος -που μπορεί να μην είναι καν υπαρκτός- δεν είναι προσβάσιμος από τη γνώση μας (δε μπορεί δηλ. να γίνει κτήμα της).
  2. (θρησκεία) μεταφυσική πεποίθηση ότι ο κόσμος είναι δημιούργημα μόνο του μυαλού του καθενός ανθρώπου. Άρα δεν υπάρχει τίποτα έξω από τη σκέψη μας.

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία