σολιψιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σολιψιστικός < γαλλική solipsiste < λατινική solus + ipse
Επίθετο επεξεργασία
σολιψιστικός
- που έχει σχέση με τον σολιψισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σολιψιστικός
|