Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σολιψιστικός η σολιψιστική το σολιψιστικό
      γενική του σολιψιστικού της σολιψιστικής του σολιψιστικού
    αιτιατική τον σολιψιστικό τη σολιψιστική το σολιψιστικό
     κλητική σολιψιστικέ σολιψιστική σολιψιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σολιψιστικοί οι σολιψιστικές τα σολιψιστικά
      γενική των σολιψιστικών των σολιψιστικών των σολιψιστικών
    αιτιατική τους σολιψιστικούς τις σολιψιστικές τα σολιψιστικά
     κλητική σολιψιστικοί σολιψιστικές σολιψιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σολιψιστικός < γαλλική solipsiste < λατινική solus + ipse

  Επίθετο επεξεργασία

σολιψιστικός

  • που έχει σχέση με τον σολιψισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία