σολανίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σολανίνη < (λόγιο δάνειο) γαλλική solanine < λατινική solanum (σκιά) > solanus (ανατολικός) < → δείτε και τη λέξη sol (ήλιος) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασολανίνη θηλυκό
- (χημεία) δηλητηριώδες αλκαλοειδές και ταυτοχρόνως αλκοόλη που υπάρχει κυρίως σε πατάτες και μελιτζάνες
Συγγενικά
επεξεργασία- σολανό (για φυτά)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)