Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σμαραγδένιος η σμαραγδένια το σμαραγδένιο
      γενική του σμαραγδένιου της σμαραγδένιας του σμαραγδένιου
    αιτιατική τον σμαραγδένιο τη σμαραγδένια το σμαραγδένιο
     κλητική σμαραγδένιε σμαραγδένια σμαραγδένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σμαραγδένιοι οι σμαραγδένιες τα σμαραγδένια
      γενική των σμαραγδένιων των σμαραγδένιων των σμαραγδένιων
    αιτιατική τους σμαραγδένιους τις σμαραγδένιες τα σμαραγδένια
     κλητική σμαραγδένιοι σμαραγδένιες σμαραγδένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σμαραγδένιος < σμαράγδ(ι) + -ένιος

  Επίθετο επεξεργασία

σμαραγδένιος, -α, -ο

  1. κατασκευασμένος από σμαράγδια
  2. στολισμένος με σμαράγδια
  3. που έχει το βαθυπράσινο χρώμα του σμαραγδιού

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία