Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
emerald emeralds

  Ουσιαστικό επεξεργασία

emerald (en)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • emerald στην αγγλική Βικιπαίδεια