↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η σκευαγωγός το σκευαγωγό
      γενική του/της σκευαγωγού του σκευαγωγού
    αιτιατική τον/τη σκευαγωγό το σκευαγωγό
     κλητική σκευαγωγέ σκευαγωγό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκευαγωγοί τα σκευαγωγά
      γενική των σκευαγωγών των σκευαγωγών
    αιτιατική τους/τις σκευαγωγούς τα σκευαγωγά
     κλητική σκευαγωγοί σκευαγωγά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκευαγωγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκευαγωγός < σκεῦ(ος) + -αγωγός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sce.va.ɣoˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκευ‐α‐γω‐γός

  Επίθετο

επεξεργασία

σκευαγωγός, -ος, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκευαγωγός < σκεῦ(ος) + -αγωγός

  Επίθετο

επεξεργασία

σκευαγωγός, -ος, ον

  • που μεταφέρει σκεύη, πράγματα
    ⮡  σκευαγωγοί ἅμαξαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκευαγωγός αρσενικό