Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σινικός η σινική το σινικό
      γενική του σινικού της σινικής του σινικού
    αιτιατική τον σινικό τη σινική το σινικό
     κλητική σινικέ σινική σινικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σινικοί οι σινικές τα σινικά
      γενική των σινικών των σινικών των σινικών
    αιτιατική τους σινικούς τις σινικές τα σινικά
     κλητική σινικοί σινικές σινικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σινικός < θέμα σιν- < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα Σῖναι (οι Κινέζοι), Σίνα (Κίνα) (μαρτυρείται από το 1728)[1] ελληνιστική κοινή Σῖναι[2] + -ικός < αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανότερα από τη σανσκριτική चीन (cīna) < κινεζική (qín) < παλαιά κινεζική (*dzin).[3] Για το θέμα κιν- → δείτε τη λέξη Κίνα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐νι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

σινικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με την Κίνα ή αναφέρεται σ' αυτή
    ※  Ταξιδευτής, φωτογράφος και κινηματογραφιστής, που έκανε έξι φορές το γύρο του κόσμου, ταξίδεψε από τις λεωφόρους του Παρισιού έως το Σινικό Τείχος και φωτογράφισε από τη διάνοιξη της Διώρυγας του Παναμά έως την τελευταία έκρηξη του Βεζούβιου. (@enet.gr)

Συνώνυμα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 906, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. «σινικός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. Πηγές για την ετυμολογία στο κινεζικό 秦#Απόγονοι