πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιελογόνος η σιελογόνος
& σιελογόνα
το σιελογόνο
      γενική του σιελογόνου της σιελογόνου
& σιελογόνας
του σιελογόνου
    αιτιατική τον σιελογόνο τη σιελογόνο
& σιελογόνα
το σιελογόνο
     κλητική σιελογόνε σιελογόνε
& σιελογόνα
σιελογόνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιελογόνοι οι σιελογόνοι
& σιελογόνες
τα σιελογόνα
      γενική των σιελογόνων των σιελογόνων των σιελογόνων
    αιτιατική τους σιελογόνους τις σιελογόνους
& σιελογόνες
τα σιελογόνα
     κλητική σιελογόνοι σιελογόνοι
& σιελογόνες
σιελογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.e.lo.ˈɣo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σιελογόνος

σιελογόνος, -ος / -α, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία