σιελογόνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σιελογόνος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sialogène < ελληνιστική κοινή σίελος (< αρχαία ελληνική σίαλος) + -γόνος (< γίγνομαι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.e.lo.ˈɣo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐ε‐λο‐γό‐νος
Επίθετο
επεξεργασίασιελογόνος, -ος / -α, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σιελογόνος
|