Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σημειολόγος οι σημειολόγοι
      γενική του/της σημειολόγου των σημειολόγων
    αιτιατική τον/τη σημειολόγο τους/τις σημειολόγους
     κλητική σημειολόγε σημειολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σημειολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική semiologist < semiology[1] < αρχαία ελληνική σημεῖον + λόγος. Μορφολογικά αναλύεται σε σημειο- + -λόγος.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σημειολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία