σημειολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σημειολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική semiologist < semiology[1] < αρχαία ελληνική σημεῖον + λόγος. Μορφολογικά αναλύεται σε σημειο- + -λόγος.
Ουσιαστικό
επεξεργασίασημειολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- επιστήμονας που μελετά τη σημειολογία, δηλαδή την επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των σημείων και των συμβόλων, όπως και τον τρόπο με τον οποίο αυτά παράγουν νόημα σε διάφορα επικοινωνιακά συστήματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία σημειολόγος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σημειολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας