↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σερπετός η σερπετή το σερπετό
      γενική του σερπετού της σερπετής του σερπετού
    αιτιατική τον σερπετό τη σερπετή το σερπετό
     κλητική σερπετέ σερπετή σερπετό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σερπετοί οι σερπετές τα σερπετά
      γενική των σερπετών των σερπετών των σερπετών
    αιτιατική τους σερπετούς τις σερπετές τα σερπετά
     κλητική σερπετοί σερπετές σερπετά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σερπετός < ερπετό[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /seɾ.peˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σερ‐πε‐τός

  Επίθετο

επεξεργασία

σερπετός, -ή, -ό

  1. ο σβέλτος, ο ευκίνητος, ο ζωηρός
  2. (μεταφορικά) ο έξυπνος, ο πονηρός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.