σερπετός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σερπετός | η | σερπετή | το | σερπετό |
γενική | του | σερπετού | της | σερπετής | του | σερπετού |
αιτιατική | τον | σερπετό | τη | σερπετή | το | σερπετό |
κλητική | σερπετέ | σερπετή | σερπετό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σερπετοί | οι | σερπετές | τα | σερπετά |
γενική | των | σερπετών | των | σερπετών | των | σερπετών |
αιτιατική | τους | σερπετούς | τις | σερπετές | τα | σερπετά |
κλητική | σερπετοί | σερπετές | σερπετά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /seɾ.peˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σερ‐πε‐τός
Επίθετο
επεξεργασίασερπετός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
επεξεργασία σερπετός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.