σερπετό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασερπετό
- αιτιατική ενικού του σερπετός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σερπετός
ο σβέλτος, ο ευκίνητος, ο ζωηρός
σερπετό
ο σβέλτος, ο ευκίνητος, ο ζωηρός