σαρμάκο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαρμάκο | τα | σαρμάκα |
γενική | του | σαρμάκου | των | σαρμάκων |
αιτιατική | το | σαρμάκο | τα | σαρμάκα |
κλητική | σαρμάκο | σαρμάκα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασαρμάκο ουδέτερο
- (παρωχημένο, σπάνιο) το να παραμένει κάποιος σιωπηλός και αμίλητος
- ※ εφαπτόμενη με το πάτωμα, ένα καχεκτικό κορμί να ισορροπήσει τα δυο του πόδια προσπαθούσε, δύσκολη άσκηση το σαρμάκο, σκέφτηκα, ωστόσο θυμάμαι είχα μείνει σύξυλη στο κατώφλι (Μαρία Πολυδούρη, Πέρα απʼ τον έρωτα και τον θάνατο: Εσωτερικός μονόλογος)
Εκφράσεις
επεξεργασία- κάνω σαρμάκο: (παρωχημένο, σπάνιο) στέκομαι αμίλητος, προσοχή, αποφεύγω να εκδηλωθώ, κάνω τουμπεκί, κάνω πως δεν καταλαβαίνω.
- ※ Τώρα σε βλέπω μʼ άλλονε κι εγώ κάνω σαρμάκο, / γιατί ταιριάζει τʼ όνομα, για να με λένε Μάρκο. (Μάρκος Βαμβακάρης, Ο Μάρκος κάνει σαρμάκο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαρμάκο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «Ἐλήφθη δʼ ἡ λέξις ἐκ τοῦ ἰταλικοῦ San Marco, τοῦ κοινοῦ ὀνόματος τοῦ ἐμβλήματος τῆς βενετικῆς πολιτείας, ἤτοι τοῦ πολλάκις μὲ χαῖνον τὸ στόμα ἀπεικονιζομένου λέοντος τοῦ ἁγίου Μάρκου. Ἦτο δὲ γνωστότατον τὸ ἔμβλημα εἰς τὸν ἑλληνικὸν λαὸν ἀπὸ τῆς βενετοκρατίας καὶ ἀπ᾿ αὐτῆς ὕστερον τῆς τουρκοκρατίας, διότι εἰς πολλά φρούρια, τὰ ὁποῖα ἔκτισαν ἢ κατεῖχον ποτέ Βενετοί, διετηροῦντο ἐντετειχισμέναι πλάκες ἀνάγλυφον ἔχουσαι αὐτὸ καὶ ἐπὶ τῶν προξενείων τῆς βενετικῆς πολιτείας εἰς πολλὰς τουρκοκρατουμένας ἑλληνικὰς πόλεις τὸ ἔβλεπον καθημέραν. Ἐπιδεικνύοντες λοιπὸν εἰς τοὺς κύνας τοὺς δύο δακτύλους ἀνοικτοὺς καὶ ἐπιλέγοντες «κάμε σαμᾶρκο» παρακελεύουσιν αὐτοὺς νὰ μιμηθῶσι τὸν λέοντα τοῦ ἁγίου Μάρκου εἰς τὸ ἄνοιγμα τοῦ στόματος. Εἶναι δὲ οἰκειοτάτη ἀνέκαθεν εἰς τὸν ἑλληνικὸν λαὸν ἡ ἐξομοίωσις τοῦ ἀνοίγματος τοῦ ἀντίχειρος καὶ τοῦ δείκτου πρὸς τὸ χάσμημα τοῦ κυνός.» * Νικόλαος Πολίτης, Λαογραφικά σύμμεικτα, τ. βʼ, εκδ. Ακαδημία Αθηνών. Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα ²1975, σελ. 469:442. Φράση που σήμαινε: «κράτα το στόμα σου ανοικτό, χάσκοντας όπως το λιοντάρι» και, κατʼ επέκταση, «σώπασε», «μη μιλάς» ή «στέκομαι αμίλητος, προσοχή», «αποφεύγω να εκδηλωθώ», «κάνω τουμπεκί», «κάνω πως δεν καταλαβαίνω».
- ↑ ή < τουρκική sarmak