Δείτε επίσης: Σαρδόνιος, Σαρδώνιος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαρδόνιος η σαρδόνια το σαρδόνιο
      γενική του σαρδόνιου της σαρδόνιας του σαρδόνιου
    αιτιατική τον σαρδόνιο τη σαρδόνια το σαρδόνιο
     κλητική σαρδόνιε σαρδόνια σαρδόνιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαρδόνιοι οι σαρδόνιες τα σαρδόνια
      γενική των σαρδόνιων των σαρδόνιων των σαρδόνιων
    αιτιατική τους σαρδόνιους τις σαρδόνιες τα σαρδόνια
     κλητική σαρδόνιοι σαρδόνιες σαρδόνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαρδόνιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σαρδόνιος (< αρχαία ελληνική σαρδάνιος) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /saɾˈðo.ni.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαρ‐δό‐νι‐ος


  Επίθετο επεξεργασία

σαρδόνιος, -α, -ιο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία