σαρδόνιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαρδόνιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σαρδόνιος (< αρχαία ελληνική σαρδάνιος) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /saɾˈðo.ni.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σαρ‐δό‐νι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίασαρδόνιος, -α, -ιο
- σαρδόνιο γέλιο: έκφραση χλευασμού και χαιρεκακίας
- (ιατρική) μορφασμός που μοιάζει με γέλιο, ο οποίος προκαλείται από το τέντωμα των μυών του προσώπου (στον τέτανο)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σαρδόνιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας