σαρδόνια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαρδόνια < σαρδόνιος
Επίρρημα
επεξεργασίασαρδόνια
- με σαρδόνιο τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαρδόνια
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασαρδόνια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του σαρδόνιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σαρδόνιος