Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαπρόφυτο τα σαπρόφυτα
      γενική του σαπρόφυτου των σαπρόφυτων
    αιτιατική το σαπρόφυτο τα σαπρόφυτα
     κλητική σαπρόφυτο σαπρόφυτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαπρόφυτο μαρτυρείται από το 1888: σαπρόφυτον < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική saprophyte < αρχαία ελληνική σαπρός + φυτόν [1][2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαπρόφυτο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη σαπρός

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «σαπρόφυτο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. σαπρόφυτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας