σαπροφυτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαπροφυτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική saprophytic[1] < αρχαία ελληνική σαπρός + φυτόν
Επίθετο
επεξεργασίασαπροφυτικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασία- σαπροφυτικά
- → δείτε τις λέξεις σαπρόφυτα, σαπρός και φυτό
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαπροφυτικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σαπροφυτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)