Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαπροφυτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σαπροφυτικ
ός
η
σαπροφυτικ
ή
το
σαπροφυτικ
ό
γενική
του
σαπροφυτικ
ού
της
σαπροφυτικ
ής
του
σαπροφυτικ
ού
αιτιατική
τον
σαπροφυτικ
ό
τη
σαπροφυτικ
ή
το
σαπροφυτικ
ό
κλητική
σαπροφυτικ
έ
σαπροφυτικ
ή
σαπροφυτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σαπροφυτικ
οί
οι
σαπροφυτικ
ές
τα
σαπροφυτικ
ά
γενική
των
σαπροφυτικ
ών
των
σαπροφυτικ
ών
των
σαπροφυτικ
ών
αιτιατική
τους
σαπροφυτικ
ούς
τις
σαπροφυτικ
ές
τα
σαπροφυτικ
ά
κλητική
σαπροφυτικ
οί
σαπροφυτικ
ές
σαπροφυτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σαπροφυτικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
σαπροφυτικός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σαπροφυτικός