Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαπροφυτικός η σαπροφυτική το σαπροφυτικό
      γενική του σαπροφυτικού της σαπροφυτικής του σαπροφυτικού
    αιτιατική τον σαπροφυτικό τη σαπροφυτική το σαπροφυτικό
     κλητική σαπροφυτικέ σαπροφυτική σαπροφυτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαπροφυτικοί οι σαπροφυτικές τα σαπροφυτικά
      γενική των σαπροφυτικών των σαπροφυτικών των σαπροφυτικών
    αιτιατική τους σαπροφυτικούς τις σαπροφυτικές τα σαπροφυτικά
     κλητική σαπροφυτικοί σαπροφυτικές σαπροφυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαπροφυτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

σαπροφυτικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία