Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
saprophyte saprophytes

saprophyte (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σαπρόφυτος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
saprophyte saprophytes

saprophyte (fr) αρσενικό

  1. τα σαπρόφυτα