↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σακχαροειδής η σακχαροειδής το σακχαροειδές
      γενική του σακχαροειδούς* της σακχαροειδούς του σακχαροειδούς
    αιτιατική τον σακχαροειδή τη σακχαροειδή το σακχαροειδές
     κλητική σακχαροειδή(ς) σακχαροειδής σακχαροειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σακχαροειδείς οι σακχαροειδείς τα σακχαροειδή
      γενική των σακχαροειδών των σακχαροειδών των σακχαροειδών
    αιτιατική τους σακχαροειδείς τις σακχαροειδείς τα σακχαροειδή
     κλητική σακχαροειδείς σακχαροειδείς σακχαροειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σακχαροειδής < σάκχαρο + -ο- + -ειδής

  Επίθετο

επεξεργασία

σακχαροειδής, -ής, -ές

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία