σακχαροειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σακχαροειδής | η | σακχαροειδής | το | σακχαροειδές |
γενική | του | σακχαροειδούς* | της | σακχαροειδούς | του | σακχαροειδούς |
αιτιατική | τον | σακχαροειδή | τη | σακχαροειδή | το | σακχαροειδές |
κλητική | σακχαροειδή(ς) | σακχαροειδής | σακχαροειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σακχαροειδείς | οι | σακχαροειδείς | τα | σακχαροειδή |
γενική | των | σακχαροειδών | των | σακχαροειδών | των | σακχαροειδών |
αιτιατική | τους | σακχαροειδείς | τις | σακχαροειδείς | τα | σακχαροειδή |
κλητική | σακχαροειδείς | σακχαροειδείς | σακχαροειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασακχαροειδής, -ής, -ές
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σακχαροειδής
|