σέπια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σέπια | οι | σέπιες |
γενική | της | σέπιας | — | |
αιτιατική | τη | σέπια | τις | σέπιες |
κλητική | σέπια | σέπιες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σέπια < (αντιδάνειο): λόγιο δάνειο από τη νεολατινική sepia < λατινική sepia (σουπιά, μελάνι από σουπιά) < αρχαία ελληνική σηπία (σουπιά)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈse.pi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σέ‐πι‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίασέπια θηλυκό
- (ζωγραφική) είδος σκουρόχρωμου μελανιού που χρησιμοποιείται στη ζωγραφική
σέπια (χρώμα):
- (φωτογραφία) τρόπος εμφάνισης φωτογραφικού φιλμ σε φιλμ ή φωτογραφικό χαρτί, που δίνει σε μία φωτογραφία τις αποχρώσεις ενός χρώματος
- (κατ’ επέκταση) γενική ονομασία φίλτρου προγραμμάτων επεξεργασίας εικόνας που μετατρέπει μία φωτογραφία σε αποχρώσεις ενός χρώματος, με βασικό σκοπό να εμφανίζεται η φωτογραφία σαν παλαιωμένη.
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σέπια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας