Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σέπια οι σέπιες
      γενική της σέπιας
    αιτιατική τη σέπια τις σέπιες
     κλητική σέπια σέπιες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Φωτογραφία με σέπια του 1895.

  Ετυμολογία επεξεργασία

σέπια < (αντιδάνειο): λόγιο δάνειο από τη νεολατινική sepia < λατινική sepia (σουπιά, μελάνι από σουπιά) < αρχαία ελληνική σηπία (σουπιά)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈse.pi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σέ‐πι‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σέπια θηλυκό

  1. (ζωγραφική) είδος σκουρόχρωμου μελανιού που χρησιμοποιείται στη ζωγραφική
    σέπια (χρώμα):   
  2. (φωτογραφία) τρόπος εμφάνισης φωτογραφικού φιλμ σε φιλμ ή φωτογραφικό χαρτί, που δίνει σε μία φωτογραφία τις αποχρώσεις ενός χρώματος
  3. (κατ’ επέκταση) γενική ονομασία φίλτρου προγραμμάτων επεξεργασίας εικόνας που μετατρέπει μία φωτογραφία σε αποχρώσεις ενός χρώματος, με βασικό σκοπό να εμφανίζεται η φωτογραφία σαν παλαιωμένη.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία