ρούσσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ρούσσος | η | ρούσσα | το | ρούσσο |
γενική | του | ρούσσου | της | ρούσσας | του | ρούσσου |
αιτιατική | τον | ρούσσο | τη | ρούσσα | το | ρούσσο |
κλητική | ρούσσε | ρούσσα | ρούσσο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ρούσσοι | οι | ρούσσες | τα | ρούσσα |
γενική | των | ρούσσων | των | ρούσσων | των | ρούσσων |
αιτιατική | τους | ρούσσους | τις | ρούσσες | τα | ρούσσα |
κλητική | ρούσσοι | ρούσσες | ρούσσα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρούσσος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ῥοῦσσος[1] < ελληνιστική κοινή ῥούσιος / ῥούσσεος / ῥόσεος < λατινική russus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁rewdʰ- (κόκκινος)
Επίθετο
επεξεργασίαρούσσος, -α, -ο
- άλλη μορφή του ρούσος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρούσσος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ῥοῦσσος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)