ῥούσιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ῥούσιος | τὸ ῥούσιον | οἱ, αἱ ῥούσιοι | τὰ ῥούσια |
Γενική | τοῦ, τῆς ῥουσίου | τοῦ ῥουσίου | τῶν ῥουσίων | τῶν ῥουσίων |
Δοτική | τῷ, τῇ ῥουσίῳ | τῷ ῥουσίῳ | τοῖς, ταῖς ῥουσίοις | τοῖς ῥουσίοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ῥούσιον | τὸ ῥούσιον | τοὺς, τὰς ῥουσίους | τὰ ῥούσια |
Κλητική | ῥούσιε | ῥούσιον | ῥούσιοι | ῥούσια |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ῥουσίω | |||
Γενική-Δοτική | ῥουσίοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ῥούσιος < (άμεσο δάνειο) λατινική russus / russeus < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *reudʰ
Επίθετο
επεξεργασίαῥούσιος, -ος, -ον
Άλλες μορφές
επεξεργασία- τοῦ ῥουσσέου
- τοῦ ῥωσέου
- ῥόσεον
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ῥούσιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥούσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.