ρινοσκόπηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρινοσκόπηση | οι | ρινοσκοπήσεις |
γενική | της | ρινοσκόπησης | των | ρινοσκοπήσεων |
αιτιατική | τη | ρινοσκόπηση | τις | ρινοσκοπήσεις |
κλητική | ρινοσκόπηση | ρινοσκοπήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρινοσκόπηση < ρινο- + -σκόπηση λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική rhinoscopie [1] < αρχαία ελληνική ῥίς, σκοπέω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾi.noˈsko.pi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρι‐νο‐σκό‐πη‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρινοσκόπηση θηλυκό
- (ιατρική) εξέταση της ρινική κοιλότητας
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ρίνα και σκοπός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρινοσκόπηση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ρις - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.