Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρινοσκοπικός η ρινοσκοπική το ρινοσκοπικό
      γενική του ρινοσκοπικού της ρινοσκοπικής του ρινοσκοπικού
    αιτιατική τον ρινοσκοπικό τη ρινοσκοπική το ρινοσκοπικό
     κλητική ρινοσκοπικέ ρινοσκοπική ρινοσκοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρινοσκοπικοί οι ρινοσκοπικές τα ρινοσκοπικά
      γενική των ρινοσκοπικών των ρινοσκοπικών των ρινοσκοπικών
    αιτιατική τους ρινοσκοπικούς τις ρινοσκοπικές τα ρινοσκοπικά
     κλητική ρινοσκοπικοί ρινοσκοπικές ρινοσκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρινοσκοπικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: rhinoscopic < αρχαία ελληνική ῥίς + σκοπέω

  Επίθετο επεξεργασία

ρινοσκοπικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία