↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρινοσκόπιο τα ρινοσκόπια
      γενική του ρινοσκόπιου
ρινοσκοπίου
των ρινοσκόπιων
ρινοσκοπίων
    αιτιατική το ρινοσκόπιο τα ρινοσκόπια
     κλητική ρινοσκόπιο ρινοσκόπια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρινοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική rhinoscope [1] < αρχαία ελληνική ῥίς + σκοπέω. Μορφολογικά, ρινο- + -σκόπιο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾi.noˈsko.pi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρι‐νο‐σκό‐πι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρινοσκόπιο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)