↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ριζάρι τα ριζάρια
      γενική του ριζαριού των ριζαριών
    αιτιατική το ριζάρι τα ριζάρια
     κλητική ριζάρι ριζάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ριζάρι < μεσαιωνική ελληνική ριζάριν < ελληνιστική κοινή ῥιζάριον < υποκοριστικό του ῥίζα [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ριζάρι ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ριζάρι < αλιζάρι < γαλλική alizari < καταλανικά alitzari < αραβική العصارة (χυμός, εκχύλισμα) (Χρειάζεται πηγή)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ριζάρι ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία