αλιζάρι
(Χρειάζεται πηγή)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλιζάρι | τα | αλιζάρια |
γενική | του | αλιζαριού | των | αλιζαριών |
αιτιατική | το | αλιζάρι | τα | αλιζάρια |
κλητική | αλιζάρι | αλιζάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλιζάρι < (άμεσο δάνειο) γαλλική alizari < καταλανικά alitzari < αραβική العصارة (χυμός, εκχύλισμα) (ίσως < ριζάρι < μεσαιωνική ελληνική ριζάριον < αρχαία ελληνική ῥίζα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλιζάρι ουδέτερο