αλιζαρίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλιζαρίνη < (λόγιο δάνειο) γαλλική alizarine < alizari < καταλανική alitzari < αραβική العصارة (χυμός, εκχύλισμα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλιζαρίνη θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αλιζάρι