• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

καρμίνιο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρμίνιο τα καρμίνια
      γενική του καρμίνιου των καρμίνιων
    αιτιατική το καρμίνιο τα καρμίνια
     κλητική καρμίνιο καρμίνια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
καρμίνιο < (άμεσο δάνειο) βενετική carmin < μεσαιωνική λατινική carminium < αραβική قِرْمِز (qirmiz)‎ < σανσκριτική कृमिज (kṛmija) < कृमि (kṛ́mi, σκουλήκι, έντομο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷŕ̥mis (σκουλήκι) (με επιρροή κι απ’ τη λατινική minium)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρμίνιο ουδέτερο

  • (χρώμα, χημεία) άλλη μορφή του καρμίνη

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    καρμίνιο
  • → δείτε τη λέξη καρμίνη
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καρμίνιο&oldid=5224854"
Τελευταία επεξεργασία στις 12 Σεπτεμβρίου 2021, στις 23:35

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 12 Σεπτεμβρίου 2021, στις 23:35.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας