καρμίνιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καρμίνιο | τα | καρμίνια |
γενική | του | καρμίνιου | των | καρμίνιων |
αιτιατική | το | καρμίνιο | τα | καρμίνια |
κλητική | καρμίνιο | καρμίνια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρμίνιο < (άμεσο δάνειο) βενετική carmin < μεσαιωνική λατινική carminium < αραβική قِرْمِز (qirmiz) < σανσκριτική कृमिज (kṛmija) < कृमि (kṛ́mi, σκουλήκι, έντομο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷŕ̥mis (σκουλήκι) (με επιρροή κι απ’ τη λατινική minium)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρμίνιο ουδέτερο
- (χρώμα, χημεία) άλλη μορφή του καρμίνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρμίνιο
|